- ισόβια πρόσοδος
- (Νομ.). Η υποχρέωση παροχής, με σύμβαση ή με χαριστική πράξη (δωρεά, διαθήκη) περιοδικών καταβολών –σε χρήμα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα– σε όλη τη ζωή του δικαιούχου ή του οφειλέτη ή ενός τρίτου προσώπου (άρθρο 840 Α.Κ.). Κατά κανόνα, το ποσό ορίζεται με βάση την ετήσια καταβολή, αλλά η ίδια η καταβολή γίνεται (αν πρόκειται για πληρωμή σε χρήμα) σε μηνιαίες δόσεις ή σε χρονικά διαστήματα που καθορίζονται σύμφωνα με τον σκοπό της προσόδου· πάντοτε όμως προκαταβάλλεται. Για να αποτραπούν καταχρήσεις, ο Αστικός Κώδικας απαιτεί συμβολαιογραφικό έγγραφο αν πρόκειται για σύσταση ι.π. με σύμβαση (άρθρο 842 Α.Κ.). Το πρόσωπο που τη συνιστά με χαριστική πράξη μπορεί να την ορίσει ως ακατάσχετη. Η ι.π. μπορεί να εκχωρηθεί, αν δεν έχει προβλεφθεί διαφορετικά, από τον δικαιούχο σε ενδιαφερόμενους τρίτους.
Dictionary of Greek. 2013.